εγκλωβίζω

εγκλωβίζω
εγκλώβισα, εγκλωβίστηκα, εγκλωβισμένος
1. κλείνω σε κλουβί, γενικά περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο: Εγκλωβίστηκε στο στενό δρομάκι από τους αστυνομικούς και πιάστηκε.
2. (στρατ.), με φράγμα πυρός πυροβολικού ή πολυβόλων απομονώνω τμήμα των εχθρικών δυνάμεων σε περιορισμένη εδαφική περιοχή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκλωβίζω — εγκλωβίζω, εγκλώβισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκλωβίζω — 1. περιορίζω μέσα σε κλουβί 2. αποκλείω σε στενό χώρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”