- εγκλωβίζω
- εγκλώβισα, εγκλωβίστηκα, εγκλωβισμένος1. κλείνω σε κλουβί, γενικά περιορίζω κάποιον ή κάτι μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο: Εγκλωβίστηκε στο στενό δρομάκι από τους αστυνομικούς και πιάστηκε.2. (στρατ.), με φράγμα πυρός πυροβολικού ή πολυβόλων απομονώνω τμήμα των εχθρικών δυνάμεων σε περιορισμένη εδαφική περιοχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.